- χαντούμης
- ο(λ. τουρκ.), ευνούχος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαντούμης — ο, Ν ευνούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hadum] … Dictionary of Greek